καινοτομία

καινοτομία
η (AM καινοτομία) [καινοτομώ]
1. νεωτερισμός
2. επινόηση, εφεύρεση («καινοτομίαι ὀνομάτων», Πλάτ.)
3. το καινοφανές, το παράδοξο και ασυνήθιστο («τόλκαν και κόμπον ἐν ταῑς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον», Πλούτ.)
(νεοελ.-μσν.) αλλαγή, μεταρρύθμιση («έφερε πολλές καινοτομίες στην οικονομική πολιτική»)
αρχ.
1. το να ανοίγει κανείς νέα μεταλλεία, το να κάνει εξορύξεις νέων μεταλλευμάτων
2. στον πληθ. αἱ καινοτομίαι
η εισαγωγή νεωτερισμών στην πολιτεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καινοτομία — καινοτομίᾱ , καινοτομία opening of new mines fem nom/voc/acc dual καινοτομίᾱ , καινοτομία opening of new mines fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτομίᾳ — καινοτομίαι , καινοτομία opening of new mines fem nom/voc pl καινοτομίᾱͅ , καινοτομία opening of new mines fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτομία — η νεωτερισμός, εφεύρεση, κάτι το νέο: Η εισαγωγή μαθηματικών συμβόλων στη γλωσσολογία αποτελεί καινοτομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καινοτομίας — καινοτομίᾱς , καινοτομία opening of new mines fem acc pl καινοτομίᾱς , καινοτομία opening of new mines fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτομίαι — καινοτομία opening of new mines fem nom/voc pl καινοτομίᾱͅ , καινοτομία opening of new mines fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτομίαν — καινοτομίᾱν , καινοτομία opening of new mines fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτομιῶν — καινοτομία opening of new mines fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτομίαις — καινοτομία opening of new mines fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”